πυκάεντ'

πυκάεντ'
πυκά̱εντα , πυκαείς
neut nom/voc/acc pl
πυκά̱εντα , πυκαείς
masc acc sg
πυκά̱εντι , πυκαείς
masc/neut dat sg
πυκά̱εντε , πυκαείς
masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”